καταπλημμυρίζω

καταπλημμυρίζω
και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ -έω)
(επιτ. τ. τού πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία καταπλημμύρισε τις δυτικές χώρες με ηλεκτρονικά είδη»
2. (αμτβ.) γεμίζω από κάτι («η αγορά καταπλημμύρισε από ιαπωνικά είδη»)
3. (για δοχεία) ξεχειλίζω από νερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταβαπτίζω — (AM) 1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω 2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω 3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο μσν. 1. περιλούζω, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαπτίζω «βυθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμυρώ — (AM καταπλημ[μ]υρῶ, έω) βλ. καταπλημμυρίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις …   Dictionary of Greek

  • κατείβω — (Α) (ποιητ. τ. τού καταλείβω) 1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.) 3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η… …   Dictionary of Greek

  • περιαντλώ — έω, ΜΑ 1. χύνω ολόγυρα, περιχύνω 2. μτφ. καταπλημμυρίζω, καταποντίζω κάποιον («περιαντλεῑσθαι ὑπὸ τοῡ πλήθους τῆς τῶν ἰατρῶν διαφωνίας», Γαλ.) 3. παθ. περιαντλοῡμαι, έομαι καταπνίγομαι …   Dictionary of Greek

  • προσεπικλύζω — ΜΑ κατακλύζω, καταπλημμυρίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικλύζω «πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακλύζω — κατέκλυσα, κατακλύστηκα, κατακλυσμένος 1. καταπλημμυρίζω: Ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα. 2. γεμίζω κάτι: Οι περιηγητές κατέκλυσαν τους αρχαιολογικούς χώρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπλημμυρώ — και καταπλημμυρίζω καταπλημμύρησα και καταπλημμύρισα, καταπλημμυρισμένος 1. κατακλύζω με νερά, ξεχειλίζω: Ο ποταμός καταπλημμύρισε τα χωράφια. 2. γεμίζω κάτι από κάποιο πράγμα: Η Ιαπωνία καταπλημμύρισε την Ευρώπη με φτηνά είδη. 3. αμτβ., γεμίζω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”