καταβαπτίζω — (AM) 1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω 2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω 3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο μσν. 1. περιλούζω, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαπτίζω «βυθίζω»] … Dictionary of Greek
καταπλημμυρώ — (AM καταπλημ[μ]υρῶ, έω) βλ. καταπλημμυρίζω … Dictionary of Greek
καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις … Dictionary of Greek
κατείβω — (Α) (ποιητ. τ. τού καταλείβω) 1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.) 3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η… … Dictionary of Greek
περιαντλώ — έω, ΜΑ 1. χύνω ολόγυρα, περιχύνω 2. μτφ. καταπλημμυρίζω, καταποντίζω κάποιον («περιαντλεῑσθαι ὑπὸ τοῡ πλήθους τῆς τῶν ἰατρῶν διαφωνίας», Γαλ.) 3. παθ. περιαντλοῡμαι, έομαι καταπνίγομαι … Dictionary of Greek
προσεπικλύζω — ΜΑ κατακλύζω, καταπλημμυρίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικλύζω «πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
κατακλύζω — κατέκλυσα, κατακλύστηκα, κατακλυσμένος 1. καταπλημμυρίζω: Ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα. 2. γεμίζω κάτι: Οι περιηγητές κατέκλυσαν τους αρχαιολογικούς χώρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλημμυρώ — και καταπλημμυρίζω καταπλημμύρησα και καταπλημμύρισα, καταπλημμυρισμένος 1. κατακλύζω με νερά, ξεχειλίζω: Ο ποταμός καταπλημμύρισε τα χωράφια. 2. γεμίζω κάτι από κάποιο πράγμα: Η Ιαπωνία καταπλημμύρισε την Ευρώπη με φτηνά είδη. 3. αμτβ., γεμίζω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)